Οφθαλμολογικό
Γενικά
Η Παιδοφθαλμολογική Κλινική δραστηριοποιείται, με τακτικά καθημερινά εξωτερικά ιατρεία, 24ωρη on-call εφημερία και πλήρη οφθαλμοχειρουργική κάλυψη από τους εξειδικευμένους οφθαλμιάτρους μας.
Σε πλήρη λειτουργία το τμήμα της Παιδοφθαλμικής στελεχώνεται από ένα διευθυντή και τέσσερις επιμελητές εξειδικευμένους παιδοφθαλμίατρους. Στις υπηρεσίες του τµήµατος περιλαμβάνονται: γενικός παιδο-οφθαλµολογικός έλεγχος µε τον πλέον σύγχρονο εξοπλισµό, διαθλαστικός έλεγχος και συνταγογράφηση γυαλιών & φακών επαφής, διάγνωση και αντιμετώπιση στραβισµού/αµβλυωπίας, προβλημάτων ρινοδακρυϊκού συστήματος, παιδικού και συγγενούς καταρράκτη, παθήσεων κερατοειδούς, παθήσεων αμφιβληστροειδούς (νεογνών και παιδιών), παθήσεων βλεφάρων/ οφθαλμικών κογχών, παιδικού γλαυκώµατος, παιδικού τραύματος και προβλημάτων χαµηλής όρασης.
Ιατρικές Υπηρεσίες
Ασθένειες
Αμβλυωπία, ύπαρξη δηλαδή ενός «τεμπέλικου ματιού» (7% των ανθρώπων)
Πότε παρατηρείται: META TO 3ο ΕΤΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
Oρισμός: μειωμένη οπτική οξύτητα ενός ή και των δύο ματιών που επιμένει παρά την διόρθωση κάθε διαθλαστικής ανωμαλίας, ενώ η φυσική εξέταση δεν αποκαλύπτει οργανική αιτία που να την δικαιολογεί. Το τεμπέλικο μάτι δεν θα μπορεί να δει καλά ποτέ και αυτό δεν αντιστρέφεται ούτε με γυαλιά ούτε με επέμβαση.
Αιτίες: στραβισμός, νυσταγμός, ανισομετρωπία (βλ. πιο κάτω), αμετρωπία, εξ ανοψίας (δηλ. από οποιαδήποτε αιτία εμποδίζει τον σχηματισμό εικόνας στον αμφιβληστροειδή π.χ. συγγενής καταρράκτης, θόλωση κερατοειδούς κ.λπ.)
Θεραπεία: Αντιμετωπίζεται με διόρθωση κάθε διαθλαστικού σφάλματος, ανάταξη οποιουδήποτε πιθανού εμποδίου επί του οπτικού άξονα και κλείσιμο του καλού ματιού (full time ή part time ή με την χρήση κολλυρίων), ώστε να εξασκήσουμε το τεμπέλικο μάτι. Εάν δεν αντιμετωπισθεί στα πρώτα χρόνια της ζωής και μέχρι την ηλικία των 9 ετών, γίνεται μόνιμη.
Παιδιά με ανισομετρωπία ή στραβισμό, πρέπει να αντιμετωπίζονται σωστά και έγκαιρα αποφεύγοντας την ύπαρξη ενός τεμπέλικου ματιού που θα τα συνοδεύει σε όλη τους την ζωή.
Πότε παρατηρείται: ΝΕΟΓΝΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ ΚΑΙ ΒΡΕΦΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ (ως το 1ο έτος ζωής)
(2012: 20.000 νεογνά παγκοσμίως με σοβαρή μείωση όρασης ή τύφλωση)
Ορισμός αμφιβληστροειδοπάθειας προωρότητας: πολυπαραγοντική παραγωγική υαλοειδοαμφιβληστροειδοπάθεια, που αφορά πρόωρα νεογνά (<37 εβδομάδες κύησης), χαμηλού βάρους γέννησης (<1.500 γρ.), που δυνητικά εκτέθηκαν σε συνθήκες υψηλής συγκέντρωσης οξυγόνου.
Αιτίες αμφιβληστροειδοπάθειας προωρότητας: Η επίδραση των παραγόντων αυτών επί του ανώριμου, ατελώς αγγειομένου αμφιβληστροειδή χιτώνα των οφθαλμών των πρόωρων νεογνών είναι δυνατόν - χωρίς τη σωστή παρακολούθηση και θεραπεία- να οδηγήσει στην ανάπτυξη νεοαγγείωσης και τελικά την αποκόλλησή του με αποτέλεσμα την τύφλωση. Η νόσος είναι υπεύθυνη μέχρι και για το 15% των τυφλών παιδιών των χωρών του δυτικού κόσμου και μέχρι και το 60% των αναπτυσσόμενων χωρών.
Επίπτωση αμφιβληστροειδοπάθειας προωρότητας: Η επίπτωση της νόσου αυξήθηκε λόγω της εξέλιξης της τεχνολογίας και της νεογνολογίας που οδήγησαν στο πρώτο και δεύτερο επιδημικό κύμα της νόσου στις υψηλού εισοδήματος χώρες. Από το 1990 μέχρι σήμερα παρατηρείται το τρίτο επιδημικό κύμα στις χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος χώρες λόγω του χαμηλού υγειονομικού επιπέδου στις πρώτες και της αύξησης της επιβίωσης των προώρων νεογνών στις δεύτερες.
Διάγνωση αμφιβληστροειδοπάθειας προωρότητας: Γίνεται με έμμεση βυθοσκόπηση και σκληρική πίεση μετά από ενστάλαξη μυδριατικών κολλυρίων. Ιδανική για την έναρξη της παρακολούθησης η 31η εβδομάδα μετά την σύλληψη για τα πρόωρα με ηλικία κύησης <=27 εβδομάδων, ενώ για πρόωρα > 28 εβδομάδων κύησης, η 4η εβδομάδα μετά την γέννηση. Η νόσος ταξινομείται ανάλογα με τα οφθαλμοσκοπικά ευρήματα σε ζώνες, ωρολογιακές ώρες και στάδια. Η παρακολούθηση των πρόωρων γίνεται στην συνέχεια με βάση τα ευρήματα αυτά και πάντα σύμφωνα με τα διεθνή πρωτόκολλα παρακολούθησης που ακολουθούνται πιστά στην χώρα μας.
Θεραπεία αμφιβληστροειδοπάθειας προωρότητας: Σύμφωνα με την πιο σύγχρονη και διεθνώς αποδεκτή από την παγκόσμια οφθαλμολογική κοινότητα μελέτη (Εarly Treatment ROP), καθορίστηκε με σαφήνεια το οφθαλμοσκοπικό όριο της θεραπευτικής χειρουργικής παρέμβασης (ROP τύπου 1), που γίνεται με laser (diode 810). Σκοπός η καταστροφή του ανάγγειου αμφιβληστροειδή, η ανακούφιση της υποξίας, η υποχώρηση της νεοαγγείωσης και τελικά η διάσωση της όρασης. Στο μεγαλύτερο ποσοστό των πρόωρων νεογνών η σωστή παρακολούθηση και έγκαιρη θεραπευτική παρέμβαση εξασφαλίζει καλή μελλοντική όραση.
Πότε παρατηρείται: ΝΕΟΓΝΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ ΚΑΙ ΒΡΕΦΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ (ως το 1ο έτος ζωής)
Ορισμός διαθλαστικών ανωμαλιών:
α. υπερμετρωπία: ασαφής απεικόνιση μακρινών και κοντινών αντικειμένων διότι το υπερμετρωπικό μάτι εστιάζει το είδωλό τους, πίσω από τον αμφιβληστροειδή. Η υπερμετρωπία οφείλεται στο μικρό αξονικό μήκος ή στην μειωμένη διαθλαστική δύναμη ενός οπτικού συστήματος σε σχέση με το μήκος του. Στην νεογνική και βρεφική ηλικία ο προσθιοπίσθιος άξονας των ματιών είναι μικρότερος, γι’ αυτό μια χαμηλή υπερμετρωπία έως 3Δ που δεν συνοδεύεται από υψηλό αστιγματισμό >1Δ είναι η πιο κοινή και φυσιολογική διαθλαστική κατάσταση.
β. μυωπία: ασαφής απεικόνιση ενός μακρινού αντικειμένου διότι το μυωπικό μάτι εστιάζει το είδωλό του μπροστά από τον αμφιβληστροειδή χιτώνα του οφθαλμού. Η μυωπία οφείλεται στον μεγάλο προσθοπίσθιο άξονα του ματιού (αξονική μυωπία), την μεγάλη διαθλαστική δύναμη (διαθλαστική μυωπία) του οπτικού συστήματος (κερατοειδής – φακός) ή και τα δύο. Η ιδιαίτερη μορφή της που καλείται εκφυλιστική, συνοδεύεται και από εκφυλιστικές αλλοιώσεις όλων των χιτώνων του οφθαλμού. Ιδιαίτερη κατηγορία αποτελεί η συγγενής μυωπία, πρόκειται για αξονική μυωπία, συνήθως ετερόπλευρη, της τάξης περίπου 7-9 Δ με συνοδό αστιγματισμό 1,5-2,5 Δ, και μυωπικές αλλοιώσεις στον βυθό
γ. αστιγματισμός: ασαφής απεικόνιση κοντινών και μακρινών αντικειμένων, αφού η διαθλαστική δύναμη του ματιού δεν είναι ίδια σε όλους τους μεσημβρινούς του κερατοειδούς, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η εστίαση του ειδώλου σε ένα σημείο του αμφιβληστροειδούς. Στις περισσότερες περιπτώσεις ο αστιγματισμός οφείλεται σε διαταραχές του σχήματος του κερατοειδούς χιτώνα. Αστιγματισμός οφειλόμενος στον φακό δεν είναι σπάνιος, είναι όμως συνήθως μικρού βαθμού.
Πότε δίνουμε γυαλιά; Γυαλιά ή/και φακοί επαφής χορηγούνται σύμφωνα με διεθνή πρωτόκολλα καθορισμένα από την Αμερικανική Ακαδημία Παιδιατρικής Οφθαλμολογίας και πάντα μετά από σκιασκοπία με κυκλοπληγία. Αδρά μπορούμε να πούμε ότι:
α. υπερμετρωπία >3Δ που συνοδεύεται από αστιγματισμό ή ακόμα περισσότερο από στραβισμό πρέπει να διορθώνεται από τον οφθαλμίατρο και μάλιστα στην τελευταία περίπτωση πλήρως
β. υψηλή μυωπία >5Δ διορθώνεται σταδιακά από τον οφθαλμίατρο, ενώ στις ετερόπλευρες περιπτώσεις και ιδιαίτερα στην συγγενή μορφή έχει ένδειξη η χρήση φακού επαφής
γ. αστιγματισμός > 1Δ , ιδιαίτερα εάν υπάρχει διαφορά μεταξύ των δύο ματιών στη δύναμη ή τον άξονά του, διορθώνεται από τον οφθαλμίατρο από την ηλικία των 2.5-3 ετών για να αποτραπεί το ενδεχόμενο εγκατάστασης αμβλυωπίας (“τεμπέλιασμα” του περισσότερο αμετρωπικού ματιού).
Η έγκαιρη (μέσα στην “κρίσιμη” περίοδο ωρίμανσης του οπτικού συστήματος) και σωστή διαθλαστική διόρθωση εξασφαλίζει ενήλικες με άρτια ανεπτυγμένο οπτικό σύστημα και άριστη όραση ώστε συχνά να μην χρειάζονται γυαλιά ή/και φακοί επαφής.
ΜΕΤΑ ΤΟ 5ο ΕΤΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
Διαταραχές όρασης που προκαλούν μαθησιακές δυσκολίες.
Συχνότερες αιτίες: “σχολική μυωπία” (η μορφή μυωπίας που εξελίσσεται παράλληλα με την σωματική ανάπτυξη του παιδιού), ανισομετρωπία (οποιαδήποτε διαφορά στον βαθμό ή στο είδος της αμετρωπίας μεταξύ των δύο ματιών), ανεπάρκεια σύγκλισης (αδυναμία των ματιών να κάνουν τη φυσιολογική σύγκλιση που απαιτείται κατά την κοντινή όραση), ετεροφορίες (λανθάνοντες στραβισμοί με κύριο εκπρόσωπο την εξωφορία).
Θεραπεία: Η χορήγηση της κατάλληλης διόρθωσης σε αυτή ακριβώς την ηλικία, θα επιτρέψει στο παιδί να ξεκινήσει το σχολείο χωρίς κάποιο πιθανό διαθλαστικό μειονέκτημα, που αποτελεί συχνά αιτία κακής σχολικής επίδοσης. Επιπλέον με την βοήθεια κατάλληλων ορθοπτικών ασκήσεων σύγκλισης, βελτιώνονται και ανακουφίζονται τα συμπτώματα κοπιωπίας (δυσκολία στην κοντινή κυρίως εργασία) που προκαλούν η ανεπάρκεια σύγκλισης και οι φορίες.
Ο πλήρης παιδοφθαλμολογικός έλεγχος αποκαλύπτει συχνά διαταραχές της όρασης οι οποίες είναι δυνατόν -εάν δεν αντιμετωπισθούν σωστά- να οδηγήσουν σε “μαθησιακές δυσκολίες” αποπροσανατολίζοντας και στρέφοντας χωρίς λόγο στην διερεύνηση των ψυχικών και νοητικών τους λειτουργιών.
Ιδιοπαθής βρεφική εσωτροπία (2% των νεογνών)
Πότε παρατηρείται: ΝΕΟΓΝΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ ΚΑΙ ΒΡΕΦΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ (ως το 1ο έτος ζωής)
Ορισμός: Ιδιοπαθής βρεφική εσωτροπία χαρακτηρίζεται ο στραβισμός που είναι εμφανής από την γέννηση ή διαπιστώνεται στους πρώτους 6 μήνες της ζωής. Ο συγκλίνων είναι η πιο συνήθης μορφή στραβισμού στα πλαίσια της βρεφικής εσωτροπίας. Τα περισσότερα παιδιά με βρεφική εσωτροπία είναι νευρολογικά και αναπτυξιακά φυσιολογικά.
Παράγοντες που συσχετίζονται με την ιδιοπαθή βρεφική εσωτροπία: προωρότητα, περιγεννητκή ασφυξία, κατάχρηση αλκοόλ και καπνού από την μητέρα, υψηλά διαθλαστικά σφάλματα.
Κλινικές εκδηλώσεις ιδιοπαθούς βρεφικής εσωτροπίας: μεγάλη και σταθερή γωνία παρέκκλισης (περίπου 45Δ) που δεν διαφέρει για την μακρινή ή την κοντινή προσήλωση, προσήλωση κατά προτίμηση σε προσαγωγή που σε επαλλάσσοντα στραβισμό οδηγεί σε διασταυρούμενη προσήλωση (cross fixation), περιορισμένη απαγωγή των οφθαλμών που δεν οφείλεται σε πάρεση έξω ορθών, λανθάνοντα ή έκδηλο νυσταγμό (25%), υπερλειτουργία κάτω λοξών μυών εμφανής μετά το πρώτο έτος της ζωής ή μετά την χειρουργική αποκατάσταση της εσωτροπίας και ασύνδετη κάθετη παρέκκλιση (σε ποσοστό 10-50% σε παιδιά από 18 μηνών έως 2 -3 ετών).
Διερεύνηση ιδιοπαθούς βρεφικής εσωτροπίας: μέτρηση της γωνίας στραβισμού με πρίσματα και επαλλάσσουσα κάλυψη και πλήρης οφθαλμολογικός έλεγχος που συμπεριλαμβάνει σκιασκοπία μετά από κυκλοπηγία καθώς και προσεκτική βυθοσκόπηση ώστε να αποκλεισθεί οποιαδήποτε άλλη οφθαλμική πάθηση που μπορεί να είναι αιτία εμφάνισης στραβισμού.
Διαφορική διάγνωση ιδιοπαθούς βρεφικής εσωτροπίας: συγγενής αμφοτερόπλευρη παράλυση απαγωγού, σύνδρομο Duanne I, σύνδρομο αναστολής νυσταγμού κατά την σύγκλιση, ψευδοστραβισμός, προσαρμοστική εσωτροπία, εσωτροπία που συνδυάζεται με βλάβες του ΚΝΣ (σπαστική παράλυση, νοητική καθυστέρηση, σ. Down κ.λπ.).
Θεραπεία ιδιοπαθούς βρεφικής εσωτροπίας: πάντοτε χειρουργική, με την προϋπόθεση ότι έχουν προηγηθεί η σκιασκοπία και η χορήγηση της ανευρεθείσας διόρθωσης, όπως επίσης η εξασφάλιση της ελεύθερης επαλλαγής στην προσήλωση με κάλυψη του οφθαλμού που προτιμάται από τον μικρό ασθενή. Η αμφοτερόπλευρη οπίσθια μετάθεση των έσω ορθών μυών είναι η επέμβαση εκλογής, ενώ προηγείται ή ακολουθείται από μυεκτομή ή οπίσθια μετάθεση των κάτω λοξών στην περίπτωση συνύπαρξης υπερλειτουργίας τους με φαινόμενο V*.
Για την ιδανική ηλικία χειρουργικής διόρθωσης δεν υπάρχει ομοφωνία. Το μεγαλύτερο όμως ποσοστό των στραβισμολόγων προτιμά να επεμβαίνει χειρουργικά στην ηλικία των 18-24 μηνών. Τότε ο προεγχειρητικός έλεγχος είναι πληρέστερος, τα συνοδά φαινόμενα έχουν σε μεγάλο βαθμό εκδηλωθεί, ενώ από την ηλικία αυτή και μετά μειώνονται οι πιθανότητες περιφερικής ταύτισης και αδρής στερεοσκοπικής όρασης.
Βρέφη με συγγενή στραβισμό, που χειρουργούνται στην κατάλληλη ηλικία, επιτυγχάνουν εξαιρετικό αισθητικό και λειτουργικό αποτέλεσμα
* «Υπάρχουν ορισμένες περιπτώσεις στραβισμού, όπου η οριζόντια σχέση των δυο ματιών μεταβάλλεται κατά τις κάθετες κινήσεις του βλέμματος. Τα φαινόμενα αυτά ονομάζονται Α ή V. Στο φαινόμενο Α, παρατηρείται σχετική σύγκλιση των ματιών στην άνω βλεμματική θέση και σχετική απόκλιση στην κάτω βλεμματική θέση. Στο φαινόμενο V, παρατηρείται σχετική απόκλιση των ματιών στην άνω βλεμματική θέση και σχετική σύγκλιση στην κάτω βλεμματική θέση».
Πότε παρατηρείται: ΝΕΟΓΝΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ ΚΑΙ ΒΡΕΦΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ (ως το 1ο έτος ζωής)
(1,6-12% των νεογνών, ανάλογα με το επίπεδο της περίθαλψης)
Ορισμός νεογνικής επιπεφυκίτιδας: επιπεφυκίτιδα που συνοδεύεται από πυώδη έκκριση, οίδημα βλεφάρων και προωτιαία λεμφαδενοπάθεια στον πρώτο μήνα της ζωής. Ισχυροί παράγοντες κινδύνου ανάπτυξης αυτής της φλεγμονής αποτελούν: η έκθεση του νεογνού στην χλωρίδα του γεννητικού σωλήνα της μητέρας, η μειωμένη ικανότητα έκκρισης λυσοζύμης και IgA στα δάκρυα καθώς και οι δυνητικοί μικροτραυματισμοί του επιπεφυκοτικού επιθηλίου κατά τον τοκετό.
Aίτια νεογνικής επιπεφυκίτιδας:
α. νιτρικός άργυρος ή αντιβιοτικά που ενσταλάζονται για προφύλαξη (σε έναρξη της φλεγμονής τις πρώτες 2 ημέρες της ζωής)
β. χλαμύδια (το πιο συχνό αίτιο: 3-4 στις 1.000 γεννήσεις) με έναρξη της φλεγμονής την πρώτη με δεύτερη εβδομάδα της ζωής ή και αργότερα η οποία εάν αφεθεί χωρίς θεραπεία μπορεί να οδηγήσει σε σχηματισμό ανώτερου κερατοειδικού πάννου, ουλοποίηση βλεφαρικού επιπεφυκότα και με συστηματική διασπορά ρινίτιδα, ωτίτιδα, πνευμονίτιδα
γ. γονόκκοκος (σπάνια στις αναπτυγμένες χώρες) που εκδηλώνεται μέσα στην πρώτη εβδομάδα με άφθονες πυώδεις εκκρίσεις και έντονη χύμωση
δ. βλεφαροεπιπεφυκίτιδα από απλό έρπη τύπου 2 εκδηλώνεται στο τέλος της πρώτης εβδομάδας. Η έκθεση σε ενεργό έρπη των γεννητικών οργάνων της μητέρας επιβάλλει την τοπική και συστηματική χορήγηση ασυκλοβίρης
ε. κοινά παθογόνα όπως: σταφυλόκκοκος, πνευμονιόκκοκος, κολοβακτηρίδιο, αιμόφιλος.
Θεραπεία νεογνικής επιπεφυκίτιδας: μετά την λήψη επιχρισμάτων από τον βλεφαρικό επιπεφυκότα και την απομόνωση του παθογόνου παράγοντα, γίνεται τοπική και συστηματική χορήγηση αντιβιοτικών ή αντιικών φαρμάκων σύμφωνα με τα αντίστοιχα θεραπευτικά πρωτόκολλα.
Το υψηλό υγειονομικό επίπεδο περίθαλψης και η έγκαιρη τοπική και συστηματική -όταν ενδείκνυται- αγωγή, ελαχιστοποιούν τα ποσοστά της παλαιότερα λεγόμενης “νεογνικής οφθαλμίας”.
Το παιδικό γλαύκωμα είναι ένα σπάνιο νόσημα, που σε ορισμένες περιπτώσεις είναι κληρονομικό. Το πρωτοπαθές συγγενές γλαύκωμα αφορά μια στις 10.000 γεννήσεις ετησίως. Το παιδικό γλαύκωμα μπορεί να εμφανισθεί καθ’ όλη τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας, αλλά αποκαλείται συγγενές, όταν εμφανίζεται μέσα στον πρώτο χρόνο ζωής. Το παιδικό γλαύκωμα μπορεί να αφορά τον ένα ή και τους δύο οφθαλμούς.
Πού οφείλεται το παιδικό γλαύκωμα;
Το παιδικό γλαύκωμα οφείλεται σε μία δυσλειτουργία της γωνίας αποχέτευσης του υδατοειδούς υγρού μέσα στο πρόσθιο τμήμα του οφθαλμού. Αυτό συνήθως συμβαίνει λόγω κακής ανάπτυξης της περιοχής κατά την εμβρυική ηλικία. Η χαμηλή αποχέτευση του υγρού δεν μπορεί να εξισορροπήσει την παραγωγή του και οδηγεί σε συσσώρευση του. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της ενδοφθάλμιας πίεσης. Αν αυτή η αύξηση δεν ελεγχθεί γρήγορα, επέρχεται βλάβη στο οπτικό νεύρο, την οποία ονομάζουμε γλαύκωμα.
Τι συμπτώματα δίνει το παιδικό γλαύκωμα;
Βασικό σύμπτωμα του συγγενούς γλαυκώματος, είναι ο βούφθαλμος. Η λέξη αυτή προέρχεται από το «οφθαλμός βοός», εννοώντας δηλαδή ότι το ματάκι του παιδιού μεγαλώνει λόγω της αυξημένης πίεσης που υφίσταται εσωτερικά. Σε υψηλότερες πιέσεις αυτό συνοδεύεται και από οίδημα στον κερατοειδή, στον οποίο δίνει μία απόχρωση λευκο-κυανή και προκαλεί ευαισθησία στο φως και δακρύρροια. Όταν η αύξηση της πίεσης γίνεται σε μεγαλύτερες ηλικίες, δε συνοδεύεται από κάποιο σύμπτωμα. Αυτό την καθιστά ιδιαίτερα ύπουλη. Θα πρέπει λοιπόν, να ελέγχουμε τα παιδιά μας για γλαύκωμα ανά τακτά χρονικά διαστήματα, της τάξεως της διετίας.
Πώς γίνεται η διάγνωση του παιδικού γλαυκώματος;
Η πρώτη και μεγίστης σημασίας αφύπνιση γίνεται από τους γονείς ή τον παιδίατρο, που θα παρατηρήσουν την αλλαγή στα μάτια του παιδιού. Η άμεση παραπομπή σε γλαυκωματολόγο, εξειδικευμένο σε παιδιά, είναι κεφαλαιώδους σημασίας. Η οποιαδήποτε καθυστέρηση μπορεί να οδηγήσει σε γρήγορη και μη αναστρέψιμη μείωση της οράσεως.
Η διάγνωση του παιδικού γλαυκώματος γίνεται με κλινική εξέταση, βυθοσκόπηση, γωνιοσκοπία, δηλαδή εξέταση της γωνίας αποχέτευσης του υγρού και μέτρησης της ενδοφθάλμιας πίεσης.
Όταν αυτό δεν είναι εφικτό λόγω της έλλειψης συνεργασίας του παιδιού κάτω των τριών ετών, χρησιμοποιούμε μια μέθοδο ελαφράς μέθης με μάσκα. Η μέθοδος αυτή, χωρίς να θέτει σε κίνδυνο την υγεία του παιδιού, μας επιτρέπει γρήγορα και αξιόπιστα να βγάλουμε διάγνωση, αλλά και να παρακολουθήσουμε την πορεία της νόσου του παιδικού γλαυκώματος.
Τι άλλο μπορεί να συμβαίνει;
Τα παιδικά γλαυκώματα μπορεί να συνδυάζονται και με άλλα προβλήματα του οφθαλμού που αφορούν τον κερατοειδή, την ίριδα, τον φακό, τον ραγοειδή χιτώνα ή τον αμφιβληστροειδή. Μπορεί επίσης τα παιδικά γλαυκώματα να αποτελούν μέρος συνδρόμων ή άλλων παθήσεων που αφορούν και άλλα συστήματα του σώματός μας, όπως το νευρικό, το καρδιοαγγειακό, το ουροποιητικό ή το μυοσκελετικό.
Θεραπεία παιδικού γλαυκώματος
Τα παιδικά γλαυκώματα έχουν διαφορετική συμπεριφορά και πορεία από τα γλαυκώματα των ενηλίκων. Τα θεραπευτικά πρωτόκολλα που εφαρμόζονται στους ενήλικες, δεν έχουν μεγάλη επιτυχία στα παιδιά. Η αρχική θεραπεία του παιδικού γλαυκώματος γίνεται με κολλύρια. Είναι όμως δύσκολο να ελέγξουμε με αυτόν τον τρόπο την πίεση και οδηγούμεθα πολύ συχνά σε χειρουργείο.
Τα χειρουργεία που χρησιμοποιούνται για γλαύκωμα, έχουν όλα ως σκοπό την διευκόλυνση αποχέτευσης του υγρού, ώστε να πέσει η ενδοφθάλμια πίεση.
Τέτοια χειρουργεία είναι η γωνιοτομία, η τραμπεκουλοτομή, η τραμπεκουλεκτομή, η ένθεση βαλβίδος ή τα laser.
Η επιλογή τους γίνεται ανάλογα με το στάδιο και τον τύπο του γλαυκώματος, καθώς και με την ηλικία του παιδιού.
Για τα συγκεκριμένα παιδιά απαιτείται πολυδιάστατη αντιμετώπιση λόγω της μειωμένης όρασης, αλλά και των συνοδών προβλημάτων που μπορεί να έχουν.
Έτσι, η συνεργασία με παιδίατρο, αναπτυξιολόγο, φυσιοθεραπευτή και τον δάσκαλο, βελτιώνουν την αποτελεσματικότητα της θεραπείας του οφθαλμιάτρου, και εντέλει την ποιότητα ζωής του παιδιού.
Υπάρχει περίπτωση να εμφανίσει γλαύκωμα το επόμενό μου παιδί;
Πολλά από τα παιδικά γλαυκώματα είναι κληρονομικά. Με μία απλή εξέταση αίματος των γονέων και του παιδιού, ο γενετιστής μπορεί πολλές φορές να ταυτοποιήσει το παθολογικό γονίδιο που προκαλεί γλαύκωμα.
Εν συνεχεία, σε συνεργασία με τον μαιευτήρα της μητέρας γίνεται προ-εμφυτευτική γενετική διάγνωση (PGD), προκειμένου να μειωθεί ο κίνδυνος εμφάνισης γλαυκώματος στο επόμενο παιδί.
Η γρήγορη, εύστοχη και πολυδιάστατη διαχείριση του παιδικού γλαυκώματος είναι το κλειδί της επιτυχίας.
(Συχνότητα εμφάνισης: 1/ 10.000-12.000 γεννήσεις, αγόρια/κορίτσια 5:2)
Πότε παρατηρείται: ΝΕΟΓΝΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ ΚΑΙ ΒΡΕΦΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ (ως το 1ο έτος ζωής)
Ορισμός πρωτοπαθούς συγγενούς γλαυκώματος: Ο όρος αφορά στο αποτέλεσμα της ανώμαλης ανάπτυξης του ηθμού στην γωνία του προσθίου θαλάμου (trabeculo-dysgenesis), που δεν συνδυάζεται με άλλες οφθαλμολογικές ανωμαλίες. Η πρόσφυση της ίριδας στον ηθμό είναι επίπεδη ή κοίλη, συχνά όμως έκτοπος ιριδικός ιστός (μεμβράνη Barkan) φράζει την διέλευση του υδατοειδούς υγρού διαμέσου του ηθμού, με αποτέλεσμα την αύξηση της ενδοφθάλμιας πίεσης (ΕΟΠ). Το πρωτοπαθές συγγενές γλαύκωμα ως πάθηση είναι παρούσα κατά την γέννηση, η κλινική της όμως συμπτωματολογία μπορεί να εμφανισθεί στους πρώτους μήνες της ζωής του παιδιού. Πρόκειται για πάθηση που θεωρείται υπεύθυνη για 4-18% των τυφλών παιδιών παγκοσμίως (Taylor et al. JAAPOS 1999) και στο 75% των περιπτώσεων είναι αμφοτερόπλευρη.
Αιτίες πρωτοπαθούς συγγενούς γλαυκώματος: οι περισσότερες περιπτώσεις είναι σποραδικές, τελευταία η νόσος συσχετίζεται με γενετικές βλάβες στα χρωμοσώματα 2p21,1p36, 14p24.3 και CYP1B1.
Kλινικές εκδηλώσεις πρωτοπαθούς συγγενούς γλαυκώματος: φωτοφοβία, δακρύρροια και κακή διάθεση του νεογνού ή του βρέφους.
Διερεύνηση πρωτοπαθούς συγγενούς γλαυκώματος: πλήρης οφθαλμολογικός έλεγχος (υπό γενική αναισθησία) που περιλαμβάνει:
α. βιομικροσκόπηση στην σχισμοειδή λυχνία, η οποία μπορεί να αποκαλύψει:
i) βούφθαλμο που συνοδεύεται από διάταση του κερατοειδή (συνεπεία της εκτάνυσης του βολβού, λόγω της επίδρασης της αυξημένης ΕΟΠ επί του ευένδοτου σκληρού χιτώνα των παιδιών κάτω των 2 ετών. Η ταυτόχρονη λέπτυνση του σκληρού χιτώνα αποκαλύπτει την κυανή απόχρωση του υποκείμενου χοριοειδούς (κυανοί σκληροί)
ii) οίδημα κερατοειδούς με ρήξεις της δεσκεμετείου (γραμμές Haab) σε βρέφη έως 3 μηνών
iii) αυξημένο βάθος του προσθίου θαλάμου και υπεξάρθρημα φακού
β. γωνιοσκοπία
γ. μέτρηση της κερατοειδικής διαμέτρου (που αποκαλύπτει αυξημένη οριζόντια και κάθετη διάμετρο του κερατοειδούς)
δ. τονομέτρηση (αποκαλύπτει αύξηση της ΕΟΠ)
ε. α ή β υπερηχογραφία (καταγράφει αυξημένο αξονικό μήκος βολβού)
στ. σκιασκοπία (αποκαλύπτει αξονική μυωπία)
ζ. βυθοσκόπηση για την εκτίμηση ύπαρξης κοίλανσης του οπτικού νεύρου (λόγω απώλειας οπτικών ινών και διεύρυνσης του οπτικού σκληρικού καναλιού), δυνητικά αναστρέψιμης εφόσον η ΕΟΠ ρυθμιστεί.
Όλα όσα αποκαλύπτονται κατά την διερεύνηση της νόσου: από το οίδημα του κερατοειδούς, την ύπαρξη υψηλής μυωπίας και αστιγματισμού- συχνά παρά τον κανόνα-, έως την υπεξάρθρωση του φακού αποτελούν ισχυρούς αμβλυωπιογόνους παράγοντες κατά την λεγόμενη «κρίσιμη περίοδο» για την ανάπτυξη φυσιολογικού οπτικού συστήματος. Η τελική δε καταστροφή των οπτικών ινών σε μη έγκαιρη αντιμετώπιση της νόσου, οδηγεί μαθηματικά στην τύφλωση.
Θεραπεία πρωτοπαθούς συγγενούς γλαυκώματος: τo πρωτοπαθές συγγενές γλαύκωμα είναι αποκλειστικά χειρουργική πάθηση.
Η συμβολή της συντηρητικής θεραπείας με αντιγλαυκωματικά φάρμακα περιορίζεται στην προεγχειρητική και μετεγχειρητική περίοδο, καθώς και μεταξύ δύο επεμβάσεων. Επέμβαση εκλογής η γωνιοτομή, αλλά όταν ο έλεγχος της γωνίας του προσθίου θαλάμου δεν είναι επαρκής, εφαρμόζονται άλλες χειρουργικές μέθοδοι για να αφαιρεθεί το γλαύκωμα όπως η τραμπεκουλοτομή, η τραμπεκουλεκτομή με ή χωρίς την χρήση αντιμιτωτικών παραγόντων, η ένθεση βαλβίδων τύπου Molteno σε ανθιστάμενες περιπτώσεις και οι κυκλοκαταστροφικές επεμβάσεις όπως κυκλοκρυοπηξία και κυκλοφωτοπηξία (με Diode ή Nd:YAG laser), όταν η νόσος του συγγενούς γλαυκώματος δεν μπορεί να ελεγχθεί και η πρόγνωση για την όραση είναι φτωχή.
Το συγγενές γλαύκωμα είναι μια σπάνια σοβαρή νόσος εντελώς διαφορετική από το γλαύκωμα των ενηλίκων, που παρά την επιτυχία της χειρουργικής του αντιμετώπισης (85%), στην ενηλικίωση, περισσότεροι από τους μισούς οφθαλμούς έχουν οπτική οξύτητα ίση με ή μεγαλύτερη από 1/20 (νομική τύφλωση).
Πότε παρατηρείται: META TO 3ο ΕΤΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
Συχνότερες Μορφές:
α. προσαρμοστική εσωτροπία: συνοδεύεται από υψηλή υπερμετρωπία ή υψηλό πηλίκο προσαρμοστικής σύγκλισης προς προσαρμογή. Διορθώνεται με χορήγηση γυαλιών από τον οφθαλμίατρο, κάλυψη του ματιού που προτιμάται για προσήλωση και χειρουργική επέμβαση στην περίπτωση που υπάρχει υπολειπόμενη γωνία στραβισμού μετά την διόρθωση με γυαλιά.
β. διαλείπουσα εξωτροπία: διαπιστώνεται στα πρώτα χρόνια της ζωής κυρίως κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες (κόπωση, εκνευρισμός, ασθένεια).
Διορθώνεται από τον οφθαλμίατρο με πλήρη διόρθωση τυχόν ύπαρξης μυωπίας ή αστιγματισμού, μικρή υποδιόρθωση σε περίπτωση υπερμετρωπίας, ορθοπτικές ασκήσεις, χρήση πρισμάτων και κάλυψη του ματιού το οποίο ο μικρός ασθενής προτιμά για να προσηλώνει.
Σε επιδείνωση της εικόνας θα πρέπει να γίνει χειρουργική επέμβαση διόρθωσης της γωνίας του στραβισμού.
Πότε παρατηρείται: ΝΕΟΓΝΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ ΚΑΙ ΒΡΕΦΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ (ως το 1ο έτος ζωής)
Ορισμός συγγενούς απόφραξης ρινοδακρυϊκού πόρου: πρόκειται για στένωση ή πλήρη απόφραξη σε οποιοδήποτε σημείο της ρινοδακρυϊκής αποχετευτικής οδού, που συνήθως όμως εντοπίζεται στο κατώτερο τριτημόριο του ρινοδακρυϊκού πόρου, κοντά στην εκβολή του, κάτωθεν της κάτω ρινικής κόγχης και κοντά στην πτυχή του ρινικού βλεννογόνου που την καλύπτει και ονομάζεται βαλβίδα του Hasner.
Κλινικές εκδηλώσεις συγγενούς απόφραξης ρινοδακρυϊκού πόρου: επιφορά (δακρύρροια) με έναρξη μεταξύ 2ης και 6ης εβδομάδας και υποτροπιάζοντα επεισόδια επιπεφυκίτιδας με βλεννοπυώδεις εκκρίσεις, που σε επίμονες περιπτώσεις μπορεί να οδηγήσουν σε βλεφαροεπιπεφυκίτιδα ή και δακρυοκυστίτιδα. Συχνά πίεση επί του δακρυϊκού ασκού προκαλεί εκροή πυώδους εκκρίματος.
Διαφορική διάγνωση συγγενούς απόφραξης ρινοδακρυϊκού πόρου: συγγενές γλαύκωμα, ατρησία δακρυϊκών σημείων, συρίγγιο μεταξύ ασκού και δέρματος.
Θεραπεία συγγενούς απόφραξης ρινοδακρυϊκού πόρου: τοπικές μαλάξεις και 10ήμεροι κύκλοι τοπικής αντιβιοτικής αγωγής είναι δυνατόν να υποβοηθήσουν στην διάνοιξη του πόρου σε ποσοστό 65-90% των νεογνών αυτόματα μέσα στους πρώτους 6-8 μήνες ή κατά άλλους έως τον πρώτο χρόνο της ζωής. Εφόσον η συμπτωματολογία επιμένει και μετά τον 6ο μήνα, αντιμετωπίζεται χειρουργικά με καθετηριασμό της δακρυϊκής οδού με τον ειδικό καθετήρα Bowman και πλύση για τον έλεγχο της βατότητας. Η ιδανική περίοδος είναι μεταξύ 8ου και 12ου μήνα.
Τα ποσοστά επιτυχίας του καθετηριασμού μειώνονται μετά τον 13ο μήνα της ζωής. Επανάληψη του καθετηριασμού σε δεύτερο χρόνο και ένθεση σωληναρίων σιλικόνης είναι μέθοδοι που ενδείκνυνται σε επίμονες αποφράξεις.
Νεογνά με συγγενή απόφραξη που χειρουργούνται στην σωστή ηλικία, αντιμετωπίζονται επιτυχώς στο 95% των περιπτώσεων, αποφεύγοντας πολύπλοκες επεμβάσεις στο μέλλον.
Πότε παρατηρείται: ΝΕΟΓΝΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ ΚΑΙ ΒΡΕΦΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ (ως το 1ο έτος ζωής)
Ορισμός: Ο όρος «Συγγενής καταρράκτης» αναφέρεται σε θολώσεις του φακού που γίνονται εμφανείς από την γέννηση ή στους πρώτους μήνες της ζωής. Συγγενείς ζωνοειδείς θολώσεις του πυρήνα του φακού, συχνά εξελίσσονται με την πάροδο του χρόνου και γίνονται αντιληπτές αργά στην παιδική ηλικία, όταν η επίδρασή τους στην όραση είναι πια μη ανατάξιμη.
Η διαταραχή αφορά συχνά και στις υπόλοιπες βασικές δομές του οφθαλμού, δηλαδή στον κερατοειδή, την ίριδα και την γωνία του προσθίου θαλάμου. Η μικροφθαλμία δε, είναι άλλο ένα σταθερό εύρημα στην οικογενή μορφή (8-23%) της νόσου, που κληρονομείται με επικρατητικό συνήθως χαρακτήρα.
Κλινικές εκδηλώσεις συγγενή καταρράκτη: λευκοκορία, στραβισμός και νυσταγμός στις αμφοτερόπλευρες περιπτώσεις, οδηγούν τους γονείς ή τον παιδίατρο να αναζητήσουν οφθαλμολογική συμβουλή.
Αιτίες συγγενή καταρράκτη: ενδομήτριες λοιμώξεις (π.χ. ερυθρά, τοξόπλασμα, κυτταρομεγαλοιός, απλός έρπης), μεταβολικές και χρωμοσωμικές ανωμαλίες (π.χ. τρισωμίες, γαλακτοζαιμία, ν.Fabry, ενδομήτρια υπογλυκαιμία), συστηματικά νοσήματα συνήθως σε αμφοτερόπλευρες περιπτώσεις (π.χ. σ. Lowe), προωρότητα, χωρίς σαφή αιτιολογία (περίπου 30%).
Διερεύνηση συγγενή καταρράκτη: Πλήρης οφθαλμολογικός έλεγχος και ακριβής εκτίμηση για την πιθανή επίδραση της θόλωσης στην φυσιολογική ανάπτυξη της όρασης και επιπλέον διερεύνηση (β- υπερηχογραφία) για την συνύπαρξη άλλων οφθαλμολογικών ανωμαλιών, λήψη πλήρους οικογενειακού ιστορικού, πλήρης παιδιατρική εκτίμηση, εξειδικευμένος μεταβολικός και γενετικός έλεγχος.
Θεραπεία συγγενή καταρράκτη: Χειρουργική εξαίρεση (φακεκτομή ή πλύση - αναρρόφηση με πρόσθια υαλοειδεκτομή) άμεσα μετά την διάγνωση σε οποιαδήποτε κεντρική θολερότητα μεγαλύτερη από 3 χιλιοστά, με ταυτόχρονη διόρθωση της αφακίας (ένθεση φακού επαφής για λιγότερα από 2 έτη / ένθεση ενδοφακού για περισσότερα από 2έτη) και θεραπεία κάλυψης του υγιούς οφθαλμού στις ετερόπλευρες περιπτώσεις, για τον περιορισμό του κινδύνου ανάπτυξης αμβλυωπίας. Συντηρητική θεραπεία με πιθανή χρόνια χρήση μυδριατικών ή αποκλεισμό του υγιούς οφθαλμού στους μικρούς (περίπου 1-2χιλιοστά) πρόσθιους πολικούς καταρράκτες, με συχνή τακτική παρακολούθηση.
Νεογνά με συγγενή καταρράκτη που χειρουργούνται στις πρώτες εβδομάδες της ζωής και αντιμετωπίζονται σωστά, επιτυγχάνουν συχνά πολύ καλά αποτελέσματα.
Γιατί εμάς
Ιατροί Τμήματος
Διευθυντής Οφθαλμολογικής Κλινικής του Παιδιατρικού Κέντρου Αθηνών
Aποφοίτησε από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Πατρών. Το 1992 ολοκλήρωσε την εντατικολογία και την επείγουσα ιατρική-αναισθησιολογία στο «251 Γενικό Νοσοκομείο Αεροπορίας» και το 1995 ολοκλήρωσε τη Γενική Ιατρική στο Γενικό Νοσοκομείο Κέρκυρας. Έως το 2001 ειδικεύτηκε στην ...
Επιστημονικός Συνεργάτης του Παιδιατρικού Κέντρου Αθηνών
Διευθυντής του Τμήματος Γλαυκώματος Ενηλίκων & Παίδων του Ιατρικού Κέντρου Αθηνών
O Νικόλαος Π. Ματθαίου απεφοίτησε με τιμητική διάκριση από την Πρότυπο Σχολή Αναβρύτων. Σπούδασε Ιατρική στο Καθολικό Πανεπιστήμιο της Louvain του Βελγίου. Το 1989 μετεκπαιδεύτηκε στην προληπτική ιατρική των βρεφών και νηπίων στο Καθολικό Πανεπιστήμιο της Louvain. Το 1990-1991...
Επιστημονικός Συνεργάτης του Παιδιατρικού Κέντρου Αθηνών
Η Μαρία Δαραβάγκα εισήχθη μέσω των πανελλαδικών εξετάσεων στην Ιατρική Σχολή Αθηνών, από την οποία αποφοίτησε με υποτροφία. Ειδικεύθηκε ολοκληρωτικά στη Γερμανία και συγκεκριμένα στην Πανεπιστημιακή Οφθαλμολογική Κλινική της Λειψίας ...
Επιστημονικός Συνεργάτης του Παιδιατρικού Κέντρου Αθηνών
Διαθλαστική Χειρουργική - Καταρράκτης – Παιδοφθαλμολογία
Η χειρουργός Οφθαλμίατρος Μαρία Ζώζολου γεννήθηκε το 1981 στη Λαμία. Έζησε και μεγάλωσε στην Αθήνα και κατόπιν στη Γερμανία (Düsseldorf) απ’ όπου και επέστρεψε για να αποφοιτήσει από το 5Ο Γενικό Λύκειο Ιλίου το 1999. Εισήχθη στην Ιατρική...
Επιστημονικός Συνεργάτης του Παιδιατρικού Κέντρου Αθηνών
Επιστημονικός Συνεργάτης του Παιδιατρικού Κέντρου Αθηνών
Ειδικός Χειρουργός για υαλοειδές-αμφιβληστροειδή ενηλίκων & παίδων
Επιστημονικός Συνεργάτης του Παιδιατρικού Κέντρου Αθηνών
Επιστημονικός Συνεργάτης του Παιδιατρικού Κέντρου Αθηνών
Αποφοίτησε από την ιατρική σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Μετά την υπηρεσία υπαίθρου στην Βοιωτία για 1,5 έτος, όπου υπηρέτησε και στο Χειρουργικό Τμήμα του Γενικού Νοσοκομείου Θηβών, ειδικεύτηκε στην Παιδοφθαλμολογία στο Γενικό Περιφερειακό Νοσοκομείο...