Γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση ορίζεται η άνοδος των υγρών του στομάχου στον οισοφάγο (το σωλήνα που συνδέει το στόμα με το στομάχι) κατά τη διάρκεια ή μετά το γεύμα. Εάν το παιδί είναι υγιές, σιτίζεται ικανοποιητικά και παίρνει βάρος, τότε δεν χρειάζεται κανένας εργαστηριακός έλεγχος ή θεραπεία.
Εργαστηριακός έλεγχος επιβάλλεται όταν το βρέφος παρουσιάζει επίμονες αναγωγές – εμέτους, ρουκετοειδείς εμέτους, αιματέμεση (έμετος με αίμα), ελλιπή πρόσληψη βάρους , βήχα ή δύσπνοια κατά ή μετά το γεύμα, ανησυχία κατά τη σίτιση και άρνηση λήψης τροφής, ευερεθιστότητα και έντονους κολικούς, ωχρότητα κατά ή αμέσως μετά το γεύμα.
Όταν το κύριο σύμπτωμα είναι οι επίμονες αναγωγές- έμετοι ή οι ρουκετοειδείς έμετοι θα πρέπει να γίνει διάβαση του ανώτερου πεπτικού.
Όταν το κύριο σύμπτωμα είναι βήχας ή δύσπνοια κατά τη σίτιση πρέπει να πραγματοποιηθεί 24ωρη καταγραφή του pH του οισοφάγου.
Όταν το κύριο σύμπτωμα είναι η ανησυχία κατά τη σίτιση και η άρνηση λήψης τροφής ή στην περίπτωση αιματέμεσης μπορεί να χρειαστεί γαστροσκόπηση.
Για την αντιμετώπιση γαστροοισοφαγικής παλινδρόμησης συνιστώνται μικρά και συχνά γεύματα. Η χορήγηση ειδικών γαλάτων εμπλουτισμένων με πηκτικές ουσίες μπορεί να βοηθήσει στη μείωση των εμέτων και των αναγωγών και έχουν ένδειξη σε μερικές περιπτώσεις όπως βρέφη που δεν παίρνουν βάρος ή έχουν δύσπνοια.
Ο παιδίατρος θα κρίνει εάν το παιδί χρήζει φαρμακευτικής αγωγής καθώς και τη διάρκεια αυτής. Τα φάρμακα που χορηγούνται μειώνουν τον όγκο και την οξύτητα των γαστρικών υγρών. Ευτυχώς τα περισσότερα παιδιά με Γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση δε χρειάζονται φάρμακα και η Γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση υποχωρεί μέχρι την ηλικία των 12-18 μηνών.