Ουρολοιμώξεις

Οι ουρολοιμώξεις αποτελούν έναν από τους πιο κοινούς τύπους λοιμώξεων στα παιδιά. Οφείλονται κυρίως σε μικρόβια τα οποία έχουν αποικίσει την περιοχή του πρωκτού και σπανιότερα του κόλπου. Τα μικρόβια αυτά μπορούν να ανέλθουν στην ουροδόχο κύστη δια της ουρήθρας και σπανιότερα στους νεφρούς δια του ουρητήρα.

Οι ουρολοιμώξεις εμφανίζονται συνήθως κατά το πρώτο έτος της ζωής. Τους πρώτους τρεις μήνες απαντώνται συχνότερα στα αγόρια (έως και 3.5 φορές πιο συχνά) καθώς σε αυτά εμφανίζονται οι περισσότερες συγγενείς ανωμαλίες του ουροποιητικού. Μετά το πρώτο έτος της ζωής ωστόσο είναι πολύ συχνότερες στα κορίτσια, καθώς η ουρήθρα τους είναι πολύ πιο μικρή σε μήκος, επιτρέποντας την άνοδο των μικροβίων στην ουροδόχο κύστη.

Τα κυριότερα συμπτώματα της ουρολοίμωξης είναι τα θολά ούρα τα οποία συχνά έχουν πρόσμιξη αίματος και είναι δύσοσμα καθώς και το τσούξιμο/πόνος κατά την ούρηση. Παράλληλα εμφανίζεται συχνουρία που πολλές φορές μπορεί να συνοδευτεί από βραδινή απώλεια ούρων (ενούρηση).

Όταν η ουρολοίμωξη προσβάλει τους νεφρούς (πυελονεφρίτιδα) η κλινική εικόνα γίνεται πιο έντονη με εμφάνιση πυρετού με ρίγος, πόνο στην πλάτη σοβαρό πόνο στην κοιλιά (ιδίως στο υπογάστριο), ναυτία και εμετούς. Στη νεογνική ηλικία τα συμπτώματα είναι αβληχρά και μπορεί να εκδηλωθούν ως ανορεξία, καθυστέρηση στη σωματική ανάπτυξη, ανησυχία και ευερεθιστότητα, νωθρότητα, υποτροπιάζοντα πυρετικά κύματα ή παρατεινόμενο εμπύρετο.

Η ανιούσα ουρολοίμωξη που οδηγεί σε προσβολή των νεφρών οφείλεται σε κυστεουρητηρική παλινδρόμηση. Η πάθηση αυτή οφείλεται σε ανώμαλη γωνίωση του ουρητήρα στο σημείο στο οποίο εισέρχεται στην ουροδόχο κύστη. Η διαταραχή αυτή επιτρέπει την επιστροφή ούρων από την κύστη προς τους νεφρούς.

Οι ουρολοιμώξεις κατά τη νεογνική και βρεφική ηλικία όπως και οι ανιούσες ουρολοιμώξεις που προσβάλλουν τους νεφρούς πρέπει να αντιμετωπίζονται με ενδονοσοκομειακή παρακολούθηση γιατί υπάρχει πάντα ο κίνδυνος βλάβης των νεφρών, βακτηριαιμίας και σηψαιμίας.

Η διερεύνηση αυτών των περιπτώσεων, πέρα από τις κλασσικές εξετάσεις αίματος και ούρων περιλαμβάνει υπερηχογράφημα νεφρών για την αξιολόγηση του όγκου των νεφρών και του μεγέθους του ουρητήρα και δυναμικό σπινθηρογράφημα για τον έλεγχο της νεφρικής λειτουργίας. Ταυτόχρονα πραγματοποιείται και κυστεουρηθρογραφία για την εκτίμηση του βαθμού της κυστεοουρητηρικής παλινδρόμησης.

Επί κλινικών συμπτωμάτων ή εργαστηριακών ενδείξεων προσβολής των νεφρών επιβάλλεται η εισαγωγή ενδοφλέβιας αντιβιοτικής αγωγής για την έγκαιρη και επαρκή καταπολέμηση των μικροβίων που προκαλούν τη λοίμωξη.