Κρυψορχία

Η κρυψορχία αποτελεί την πιο συχνή συγγενή πάθηση του γενετικού συστήματος στα αγόρια. Η κρυψορχία ορίζεται ως η αδυναμία ψηλάφησης του όρχεως μέσα στο όσχεο («σακουλάκι» μέσα στο οποίο βρίσκονται φυσιολογικά οι όρχεις).

Υπολογίζεται ότι το 3-4% των τελειόμηνων αγοριών έχουν κρυψορχία, ποσοστό που μειώνεται περίπου στο 1% μετά την ηλικία των 6 με 12 μηνών.

Προδιαθεσικοί παράγοντες για εμφάνιση κρυψορχίας θεωρούνται η προωρότητα (περίπου 30% των προώρων έχουν κρυψορχία), το χαμηλό βάρος γέννησης, η δίδυμος κύηση και η λήψη ορμονικών σκευασμάτων από τη μητέρα στην αρχή της κύησης. Επίσης, η κληρονομικότητα φαίνεται να παίζει κάποιο ρόλο στην εμφάνιση της κρυψορχίας (περίπου 20% των παιδιών με κρυψορχία έχουν θετικό οικογενειακό ιστορικό).

Όπως αναφέρθηκε και στην ενότητα της βουβωνοκήλης, οι όρχεις σχηματίζονται μέσα στην κοιλιά του εμβρύου περίπου την 6η - 7η εβδομάδα και αρχίζουν να μεταναστεύουν προς το όσχεο μετά την 28η εβδομάδα. Οι παράγοντες που επηρεάζουν αυτήν την κάθοδο προς το όσχεο είναι πολλαπλοί (ορμονικοί, ανατομικοί / μηχανικοί ) και η μη αρμονική συνεργασία μεταξύ τους μπορεί να ανακόψει την κάθοδο του όρχεως σε οποιοδήποτε σημείο της διαδρομής με αποτέλεσμα την κρυψορχία.

Στο 80% των περιπτώσεων κρυψορχίας ο όρχις είναι ψηλαφητός σε κάποιο σημείο της φυσιολογικής διαδρομής του, συνήθως κάπου μέσα στον βουβωνικό σωλήνα.

Σε σπάνιες περιπτώσεις (<5%) ο όρχις ενδέχεται να ψηλαφείται σε θέσεις εκτός της φυσιολογικής πορείας καθόδου οπότε μιλάμε για εκτοπία του όρχεως. Στο υπόλοιπο 20% των περιπτώσεων δεν είναι δυνατή η ψηλάφηση του όρχεως. Στις περιπτώσεις αυτές ο όρχις βρίσκεται είτε ενδοκοιλιακά ή σπανιότερα απουσιάζει εντελώς (αγενεσία). Το υπερηχογράφημα (ή σπανιότερα η μαγνητική τομογραφία) θα μας δείξει την ύπαρξη και την ακριβή θέση του όρχεως (ενδοκοιλιακά).

Τα παιδιά με κρυψορχία παρακολουθούνται μέχρι την ηλικία των 6-12 μηνών. Εάν μέχρι αυτήν την ηλικία ο όρχις δεν έχει «κατέβει» στην θέση του τότε χρήζει χειρουργικής αποκατάστασης (ορχεοπηξία). Η επέμβαση δεν θα πρέπει με κανένα τρόπο να καθυστερήσει πέραν της ηλικίας των 24 μηνών, καθώς από το σημείο αυτό και μετά αρχίζει η έκπτωση της λειτουργικότητας των όρχεων.

Ιδιαιτερότητες παρουσιάζει η περίπτωση της αμφοτερόπλευρης κρυψορχίας. Εδώ συχνά υπάρχει κάποια σύγχυση ως προς τη διάγνωση αμφοτερόπλευρης κρυψορχίας, καθώς στη χώρα μας εμφανίζεται πολύ πιο συχνά από ότι είναι στατιστικά αναμενόμενο. Πρέπει, λοιπόν, να διαχωριστούν από ειδικό τα περιστατικά ανελκόμενων όρχεων από τις αληθείς κρυψορχίες. Εφόσον πρόκειται για πραγματική αμφοτερόπλευρη κρυψορχία με ψηλαφητούς όρχεις, τότε η αποκατάσταση θα πρέπει να γίνει με δύο ξεχωριστές επεμβάσεις, οι οποίες θα πρέπει να απέχουν χρονικά 1-2 μήνες μεταξύ τους. Εάν οι όρχεις δε ψηλαφώνται θα πρέπει να γίνει προσπάθεια απεικόνισης. Σε περίπτωση αρνητικού αποτελέσματος θα πρέπει να παραπεμφθεί το παιδί σε ενδοκρινολόγο για ορμονική δοκιμασία.

Το χειρουργείο αποκατάστασης της κρυψορχίας γίνεται με μια μικρή βουβωνική τομή όπου αφού βρεθεί ο όρχις με τα στοιχεία του (αγγεία, σπερματικός τόνος), προσπαθούμε να δώσουμε το απαιτούμενο μήκος για να κατέβουν έως το όσχεο. Στην συνέχεια, με μια δεύτερη τομή στο όσχεο, ο όρχις καθηλώνεται μέσα σε αυτό. Σε περιπτώσεις κατά τις οποίες ο όρχις βρίσκεται πολύ ψηλά, ίσως απαιτηθεί η αποκατάσταση να γίνει σε δύο στάδια, με δύο διαφορετικές χειρουργικές επεμβάσεις.

Μετεγχειρητικά το παιδί παρακολουθείται στο νοσοκομείο για λίγες ώρες. Συνιστάται αποφυγή της έντονης δραστηριότητας για τις πρώτες δύο εβδομάδες, ενώ η παρακολούθηση περιλαμβάνει την κλινική εξέταση και -εάν αυτό κριθεί σκόπιμο- και τον υπερηχογραφικό έλεγχο του όρχεως. Οι επιπλοκές της επέμβασης περιλαμβάνουν κυρίως την υποτροπή (ο όρχις επανέρχεται σε θέση εκτός του οσχέου) και την ατροφία του όρχεως.

Οι επιπλοκές γενικά είναι σπάνιες. Ωστόσο, όταν πρόκειται για ενδοκοιλιακό όρχι ή για όρχι που βρίσκεται σε υψηλή βουβωνική θέση όπου η επιμήκυνση και η καθήλωση γίνονται με δυσκολία, το ποσοστό επιπλοκών είναι υψηλότερο του μέσου όρου.

Μια ιδιαίτερη κατηγορία, η οποία, όμως, αποτελεί και την πλειοψηφία των περιστατικών «κρυψορχίας» που βλέπουμε στο ιατρείο, είναι οι περιπτώσεις όπου ο γονείς αναφέρουν ότι ο όρχις του παιδιού άλλοτε βρίσκεται μέσα στο όσχεο και άλλοτε ανεβαίνει ψηλά (ανασπώμενος/ανελκόμενος όρχις). Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο παιδοχειρουργός θα κρίνει εάν συνυπάρχουν άλλες καταστάσεις που εμποδίζουν την κάθοδο του όρχεως (βουβωνοκήλη) και κατά πόσον το παιδί θα πρέπει να χειρουργηθεί ή μπορεί απλά να παρακολουθηθεί.

Σε γενικές γραμμές, όρχις που βρισκόταν εντός του οσχέου κατά την νεογνική ηλικία, ακόμα κι αν κατά τη βρεφική ηλικία χαρακτηριστεί ως ανελκόμενος, σε σπάνιες περιπτώσεις θα χρειαστεί τελικά χειρουργική επέμβαση.