Πρώιμη Εφηβεία

Είναι γνωστό ότι η «ενήβωση» ή «ήβη», αποτελεί μία φυσιολογική μετάβαση από την παιδική ζωή στην ενήλικη και χαρακτηρίζεται από ενδοκρινολογικές, μορφολογικές και ψυχικές αλλαγές.

Ουσιαστικά, ξεκινάει η σεξουαλική ωρίμανση του παιδιού, που εκδηλώνεται με την ανάπτυξη των δευτερογενών χαρακτηριστικών του φύλλου, όπως είναι η αύξηση των γονάδων (όρχεις, ωοθήκες) και της τριχοφυΐας.

Η «πρώιμη ήβη», είναι μία κατάσταση κατά την οποία παρουσιάζεται μία πρόωρη έναρξη, αυτής της διαδικασίας.

Πρώιμη ήβη στα κορίτσια χαρακτηρίζεται η ανάπτυξη των δευτερογενών χαρακτηριστικών του φύλου, δηλαδή η ανάπτυξη του στήθους, η εμφάνιση τριχοφυΐας στην περιοχή των γεννητικών οργάνων και στις μασχάλες ή/και η έναρξη της εμμήνου ρύσεως που εμφανίζεται πριν την ηλικία των 8 ετών στα κορίτσια.

Προδιαθεσικοί παράγοντες

Στους προδιαθεσικούς παράγοντες της πρώιμης ήβης περιλαμβάνονται:

  • Ο αυξημένος δείκτης μάζας σώματος- παχυσαρκία.
  • Τα αυξημένα επίπεδα «λεπτίνης» (ορμόνη που βρίσκεται στο λίπος), δίνουν σήμα στον εγκέφαλο για την πρώιμη εκκίνηση της ήβης.
  • Τα φυτοοιστρογόνα και εξωγενείς χημικές ουσίες που βρίσκονται κυρίως σε τροφές φυτικής προέλευσης.
  • Ψυχοκοινωνικοί παράγοντες (ερεθίσματα και οι εικόνες από την οικογένεια, την κοινωνία, την τηλεόραση και το ευρύτερο περιβάλλον του παιδιού).
  • Το οικογενειακό ιστορικό πρώιμης ήβης.

Συνέπειες της πρώιμης ήβης

Η πρώιμη ήβη χαρακτηρίζεται από αυξημένα επίπεδα ορμονών σχετικά με την ηλικία του κοριτσιού.

Παρατηρείται μία ταχεία αύξηση του ύψους, μπορεί να εμφανιστεί ακμή και η μυρωδιά του σώματος αποκτά χαρακτηριστικά ώριμου ατόμου.

Στη φάση αυτή επιταχύνεται ο ρυθμός ανάπτυξης, που συνοδεύεται από πρώιμη και ταχεία σκελετική ωρίμανση, πρώιμη σύγκλειση των επιφύσεων των οστών, με τελικό αποτέλεσμα χαμηλό ανάστημα κατά την ενηλικίωση.

Με την πρώιμη ήβη παρατηρείται εκδήλωση εφηβικής συμπεριφοράς με ενδεχόμενες συνέπειες στη σεξουαλική ωρίμανση και τις επιδόσεις στο σχολείο και βέβαια η πιθανότητα εγκυμοσύνης σε νεαρή ηλικία.

Μελέτες έχουν δείξει ότι τα κορίτσια με παχυσαρκία που εμφανίζουν πρώιμη αδρεναρχή, με εμφάνιση τρίχωσης στο εφήβαιο και τις μασχάλες πριν από την ηλικία των 8 ετών, στη συνέχεια έχουν αυξημένο κίνδυνο να εμφανίσουν σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών, με διαταραχές εμμήνου ρύσεως, υπερτρίχωση και ακμή.

Κατά την ενήλικη ζωή τα κορίτσια αυτά μπορεί να παρουσιάσουν διαταραχές στη γονιμότητα και κίνδυνο εμφάνισης μεταβολικού συνδρόμου και σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2.

Διάγνωση

Η διάγνωση της διαταραχής αυτής στηρίζεται αρχικά στην κλινική και αιτιολογική διερεύνηση για τον αποκλεισμό οποιαδήποτε παθολογίας.

Τα κέντρα που ελέγχουν την έναρξη της ήβης βρίσκονται στον εγκέφαλο. Κάποιος όγκος ή κύστη μπορεί να έχουν ενεργοποιήσει την «πρώιμη ήβη».

Υπάρχουν επίσης περιπτώσεις στις οποίες όγκοι των ωοθηκών, αυτόνομα παράγουν οιστρογόνα ή ανδρογόνα και έχουμε μία κλινική εικόνα ήβης που οφείλεται όμως σε περιφερικά αίτια (όχι του εγκεφάλου).

Ο βασικός διαγνωστικός έλεγχος περιλαμβάνει τα εξής:

  • Ορμονολογικός έλεγχος (γοναδοτροφίνες, στεροειδή του φύλου),
  • Ακτινογραφία αριστεράς άκρας χειρός για εκτίμηση της οστικής ηλικίας,
  • Υπερηχογράφημα κάτω κοιλίας για την εκτίμηση του μορφολογίας της μήτρας και του όγκου των ωοθηκών,
  • Μαγνητική τομογραφία εγκεφάλου ή αξονική τομογραφία.

Θεραπεία

Η θεραπεία σκοπό έχει α) να αποφευχθεί πρώιμη σύγκλειση των επιφύσεων και ένα χαμηλό τελικό ανάστημα και β) να διακοπεί ή και να αναστραφεί η σεξουαλική ωρίμανση, ώστε να αποφευχθούν ψυχοκοινωνικά προβλήματα από την πολύ ενωρίς εμφάνιση της εμμήνου ρύσεως.

Η θεραπεία ενδείκνυται αδιαφιλονίκητα όταν η πρώιμη ήβη ξεκινά σε ηλικία μικρότερη των 6 ετών στο κορίτσι, όπου και επιφέρει σαφή βελτίωση του τελικού αναστήματος.

Αντίθετα, το όφελος μετριάζεται σε ηλικίες 6 - 8 ετών και υπάρχει μεγάλη διακύμανση στο όφελος τελικού αναστήματος από ασθενή σε ασθενή.

 Στην περίπτωση ταχέως εξελισσόμενης πρώιμης ήβης, δηλ. στις οριακές ηλικίες 8 - 9 ετών, η θεραπεία θα πρέπει να εξατομικεύεται, μόνον όταν υπάρχει σαφής ένδειξη δυσμενούς πρόγνωσης του τελικού αναστήματος.

 Ανάλογα με τη διάγνωση, υπάρχουν δυο πιθανές θεραπευτικές επιλογές:

  • Θεραπευτική αντιμετώπιση της υποκείμενης παθολογικής κατάστασης και
  • Φαρμακευτική μείωση των υψηλών επιπέδων των ορμονών του φύλου, ώστε να διακοπεί η συνέχιση της σεξουαλικής ωρίμανσης.

Η τελευταία, είναι μία ανώδυνη, χωρίς μακροχρόνιες παρενέργειες θεραπεία, οι επιδράσεις της οποίας παραμένουν για όσο διάστημα χορηγείται το φάρμακο.

Η θεραπεία αυτή είναι αποτελεσματική και συνήθως δεν προκαλεί παρενέργειες στα παιδιά.

Στα κορίτσια, επιτυγχάνει μείωση ή μη επιπλέον αύξηση του μεγέθους του στήθους, ενώ και η αύξηση του ύψους μπορεί να επιβραδυνθεί στον αναμενόμενο ρυθμό για την ηλικία.

Τέλος, και η συμπεριφορά σταδιακά επανέρχεται στα πρότυπα της ηλικίας του παιδιού.