Παχυσαρκία

Ως παχυσαρκία ορίζεται η αύξηση του λίπους πάνω από κάποια όρια. Στους ενήλικες η παχυσαρκία εκτιμάται με το Δείκτη Μάζας Σώματος (BMI). Στα παιδιά ωστόσο, είναι διαφορετικό και υπάρχουν ειδικές καμπύλες ανάπτυξης που εκτιμούν το Δείκτης Μάζας Σώματος (BMI) ανά ηλικία όπως επίσης και διεθνείς πίνακες που αναγράφουν τα όρια του δείκτη μάζα σώματος για παιδιά και εφήβους από 2-18 ετών.

Ο Δείκτης Μάζας Σώματος (BMI) παρουσιάζει ευθεία συσχέτιση με την ποσότητα του σωματικού λίπους τόσο στα παιδιά όσο και στους ενήλικες. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (WHO), στους ενήλικες η παχυσαρκία ορίζεται ως ΒΜΙ ίσο ή μεγαλύτερο από  30 kg/m2 και το υπερβάλλον βάρος ως ΒΜΙ 25-30 kg/m2.

Στα παιδιά και στους εφήβους 2-19 ετών, χρησιμοποιούμε την ειδική για το φύλο εθνική καμπύλη του ΒΜΙ για την κατάταξη και παρακολούθηση μεμονωμένων ασθενών, ενώ για συγκριτικές μελέτες μεταξύ διαφορετικών πληθυσμών χρησιμοποιούνται οι καμπύλες του Cole, που δημιουργήθηκαν λαμβάνοντας υπόψη δεδομένα από 6 χώρες όλων των ηπείρων.

Έτσι, η παχυσαρκία στις ηλικίες 2-19 ετών ορίζεται ως ΒΜΙ πάνω από την 95η εκατοστιαία θέση για την ηλικία και το φύλο, ενώ το υπερβάλλον βάρος ως ΒΜΙ πάνω από την 85η εκ. θέση. Σε παιδιά κάτω των 2 ετών, το υπερβάλλον βάρος ορίζεται με την βοήθεια της καμπύλης ύψους / βάρους με όριο την 95η εκ. θέση – υπό την προϋπόθεση ότι η περίμετρος κεφαλής είναι φυσιολογική.

Η παχυσαρκία αντιμετωπίζεται ως ασθένεια πλέον, γιατί επηρεάζει αρνητικά την υγεία, οδηγεί στη μείωση του προσδόκιμου ζωής και συντελεί στην εμφάνιση σοβαρών προβλημάτων. Ειδικότερα, η παχυσαρκία αυξάνει την πιθανότητα εμφάνισης νόσων και ιδιαίτερα καρδιοπάθειας, διαβήτη τύπου 2, αποφρακτικής υπνικής άπνοιας, οστεοαρθρίτιδας και ορισμένων μορφών καρκίνου.

Η παχυσαρκία θεωρείται αποτέλεσμα της αυξημένης πρόσληψης τροφών σε συνδυασμό με την έλλειψη σωματικής άσκησης και τη γενετική προδιάθεση, αν και σε ορισμένες περιπτώσεις για την παχυσαρκία ευθύνονται ενδοκρινικές διαταραχές, φάρμακα ή και ψυχικές νόσοι. Τέλος, η παχυσαρκία μπορεί να έχει επιπτώσεις τόσο στον ανώτερο όσο και στον κατώτερο αεραγωγό.

Λόγω των σοβαρών επιπλοκών γίνεται συνεχώς συζήτηση γύρω από τις αιτίες που συμβάλλουν στην εξέλιξη της παιδικής παχυσαρκίας και στο κατά πόσο μπορούν να αντιμετωπιστούν. Οι αιτίες της παιδικής παχυσαρκίας μπορούν να διαχωριστούν σε γενετικές και περιβαλλοντικές. Τα γονίδια βέβαια, παρ' όλο το ότι έχουν ένα μερίδιο ευθύνης, δεν είναι ο βασικός λόγος παχυσαρκίας.

Η κυριότερη αιτία αύξησης της παιδικής παχυσαρκίας σχετίζεται με περιβαλλοντικούς παράγοντες και κυρίως με τις διατροφικές συνήθειες και τη φυσική δραστηριότητα.

Τα παχύσαρκα παιδιά έχουν υψηλό κίνδυνο να γίνουν παχύσαρκοι ενήλικες. Η παιδική παχυσαρκία αποτελεί ανεξάρτητο παράγοντα κινδύνου για αυξημένη νοσηρότητα στην ενήλικο ζωή. Χωρίς την κατάλληλη παρέμβαση είναι βέβαιο ότι η νοσηρότητα αυτή θα μετακομίσει στην εφηβική και παιδική ηλικία.

Ήδη υπάρχουν ισχυρά επιδημιολογικά δεδομένα για την εμφάνιση όλο και σε μικρότερες ηλικίες του Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 2. Άλλες σοβαρές επιπλοκές της παιδικής παχυσαρκίας είναι το μεταβολικό σύνδρομο, η καρδιαγγειακή νόσος, η υπέρταση, η υπερανδρογοναιμία, ορθοπεδικά προβλήματα, δερματολογικές και νευρολογικές εκδηλώσεις, λιπώδης διήθηση του ήπατος και χολολιθίαση, καθώς και επιπλοκές από το αναπνευστικό σύστημα.

Η παιδική παχυσαρκία και γενικότερα τα διατροφικά προβλήματα, αποτελούν ένα πολύπλευρο πρόβλημα και η αντιμετώπιση τους απαιτεί την συνεργασία και παράλληλη δράση παιδοενδοκρινολόγου, ειδικευμένου παιδιάτρου, κλινικού διαιτολόγου και ψυχολόγου.

Συμβολή του Παιδοενδοκρινολόγου και του Ειδικού Παιδιάτρου με εξειδίκευση στην παιδική παχυσαρκία

Η αιτιολογική διερεύνηση, η ανίχνευση και αντιμετώπιση πιθανών επιπτώσεων (μεταβολικό σύνδρομο, υπερινσουλιναιμία, υπερλιπιδαιμίες) παχυσαρκίας και ο σχεδιασμός μιας συνολικής θεραπευτικής παρέμβασης και παρακολούθησης του παχύσαρκου παιδιού και εφήβου, αποτελούν βασική συμβολή του Παιδοενδοκρινολόγου και του Ειδικού Παιδιάτρου με εξειδίκευση στην παιδική παχυσαρκία.

Με την λήψη αναλυτικού ιστορικού και την καταγραφή των καμπυλών σωματικής αύξησης διαλευκάνεται η συμβολή περιβαλλοντικών-οικογενειακών, γενετικών και ενδοκρινολογικών παραγόντων στην εμφάνιση του νοσήματος. Με την πραγματοποίηση ειδικών κλινικών, απεικονιστικών και εργαστηριακών εξετάσεων αξιολογείται η βαρύτητα της παχυσαρκίας.

Ο γονιός που φέρνει το παιδί του στο Τμήμα μας εξασφαλίζει ότι το παχύσαρκο παιδί ή έφηβος θα έχει πλήρη εκτίμηση του προβλήματος, σχεδιασμό για την αντιμετώπισή του, και –κυρίως – αποτέλεσμα. Και αυτό γιατί κύριο μέλημα της ομάδας είναι να πείσει το παιδί δίνοντάς του «έξυπνα» κίνητρα, να αλλάξει τρόπο ζωής.

Συμβολή του Διαιτολόγου στην Παχυσαρκία

Ο Διαιτολόγος του Κέντρου έχει κομβικό ρόλο στην αντιμετώπιση της παιδικής Παχυσαρκίας συμβάλλοντας στα παρακάτω:

  • Τη συμπλήρωση μίας τριήμερης καταγραφής της διατροφής με σκοπό την αξιολόγηση των διατροφικών συνηθειών και της ημερήσιας θερμιδικής πρόσληψης
  • Τη λήψη διατροφικού ιστορικού με στόχο την αξιολόγηση σωματομετρικών παραμέτρων, την δημιουργία στόχων και διερεύνηση πιθανών κινήτρων για την επίτευξη τους.
  • Την εκπόνηση διαιτολογίου, βάση της ιατρικής γνωμάτευσης και του διατροφικού ιστορικού, σε συνδυασμό με γενικές οδηγίες υγιεινής διατροφής με σκοπό την βελτίωση των διατροφικών συνηθειών.

Συμβολή του Ψυχολόγου στην Παχυσαρκία

Η ερώτηση «γιατί το παιδί είναι υπέρβαρο;» είναι σωστή ως αφετηρία, μιας και η παχυσαρκία μπορεί να θεωρηθεί από μόνη της ως σύμπτωμα που κατ’ επέκταση προκαλεί δευτερογενείς ψυχολογικές επιπτώσεις. Η κατάποση τροφής συχνά συνδέεται με μια ψυχολογική ανάγκη για «γέμισμα» ή αναπλήρωση, που προσδίδει ένα αίσθημα «παρηγοριάς» ή επιβράβευσης.

Οι συνηθέστεροι λόγοι που οδηγούν στην υπερφαγία σχετίζονται με αισθήματα μοναξιάς και κατάθλιψης, με το αίσθημα της χαμηλής αυτοεκτίμησης, με το στρες, καθώς και με το αίσθημα της «βαριεστιμάρας» και του αντίστοιχου «κενού» που βιώνεται.

Η κακή εικόνα ενός παχύσαρκου σώματος, σε συνδυασμό με τον κοινωνικό στιγματισμό, οδηγούν σε συναισθήματα ενοχών και περαιτέρω μείωση της αυτοεκτίμησης, που ενισχύουν εκ νέου την κατάποση τροφής, δημιουργώντας έτσι ένα φαύλο κύκλο.