Δυσανεξία στη λακτόζη

Δυσανεξία στη λακτόζη είναι η μη πλήρης πέψη της λακτόζης, του σακχάρου που περιέχεται στο γάλα, λόγω έλλειψης του ένζυμου λακτάση, το οποίο παράγεται στο ανώτερο τμήμα των κυττάρων του εντέρου (ψηκτροειδής παρυφή).

Η λακτάση προκαλεί την αποδόμηση της λακτόζης σε γλυκόζη και γαλακτόζη, δηλαδή σε σάκχαρα εύκολα απορροφήσιμα στην κυκλοφορία του αίματος. Η λακτόζη που δεν διασπάται στα παραπάνω σάκχαρα, δεν απορροφάται από το λεπτό έντερο και περνά στο παχύ έντερο, όπου έρχεται σε επαφή με τη μικροβιακή χλωρίδα του.

Το αποτέλεσμα της παρουσίας της λακτόζης στο παχύ έντερο είναι η πρόκληση ζυμώσεων και η παραγωγή αερίων (διοξειδίου του άνθρακα και αερίων υδρογόνου), που προκαλούν διάταση του αυλού του εντέρου, η οποία συνεπάγεται κοιλιακό άλγος και αέρια στο παιδί. Ακόμα οι ζυμώσεις έχουν ως αποτέλεσμα την προσέλκυση νερού στον αυλό του εντέρου και ενδεχομένως, την πρόκληση διαρροιών.

Η ένταση των συμπτωμάτων της δυσανεξίας στη λακτόζη εξαρτάται από την ποσότητα της λακτόζης που φτάνει στο παχύ έντερο και από την ένταση των ζυμώσεων που προκαλεί.

Η δυσανεξία στη λακτόζη ονομάζεται πρωτοπαθής, όταν είναι κληρονομούμενη νόσος και δευτεροπαθής, όταν είναι επιπλοκή άλλων νοσημάτων. Η πρωτοπαθής δυσανεξία στη λακτόζη διακρίνεται στη συγγενή αλακτασία και στην μορφή της νόσου που εκδηλώνεται αργότερα.

  • Πρωτοπαθής δυσανεξία στη λακτόζη

Η συγγενής αλακτασία είναι σπανιότατη. Οφείλεται στην πλήρη απουσία λακτάσης στα εντεροκύτταρα και κληρονομείται με το σωματικό υπολειπόμενο χαρακτήρα.

Η συγγενής αλακτασία εκδηλώνεται μετά τη γέννηση, αμέσως μετά τη χορήγηση του πρώτου γεύματος με γάλα στο μωρό. Τα συμπτώματα είναι θορυβώδη και περιλαμβάνουν πολλαπλές υδαρείς κενώσεις και έντονο μετεωρισμό κοιλιάς.

Η όψιμα εκδηλούμενη μορφή της νόσου είναι πολύ συχνή. Η συγγενής αλακτασία οφείλεται στη μερική έλλειψη λακτάσης στα εντεροκύτταρα και κληρονομείται με τον υπολειπόμενο, αυτόσωμο χαρακτήρα.

Στην περίπτωση αυτή, η σταδιακή μείωση της παραγωγής λακτάσης από το έντερο αρχίζει από την ηλικία των δύο ετών και φτάνει σε επίπεδο ικανό να προκαλέσει συμπτώματα, μετά την ηλικία των τριών με πέντε ετών ή αργότερα.

  • Πρωτοπαθής όψιμα εκδηλούμενη δυσανεξία στη λακτόζη

Η δυσανεξία στη λακτόζη αντιμετωπίζεται με τη χορήγηση ειδικού γάλατος και των προϊόντων αυτού χωρίς λακτόζη. Τα γάλατα αυτά περιέχουν σουκρόζη, άμυλο αραβοσίτου ή άλλους υδατάνθρακες.

Εναλλακτικά, με τη χορήγηση γάλατος που έχει υποστεί επεξεργασία αφαίρεσης ποσοστού 70% της λακτόζης, σε ποσότητα που γίνεται καλά ανεκτή από τον οργανισμό. Με τη χορήγηση κίτρινου τυριού ή γιαουρτιού, σε ποσότητες που είναι καλά ανεκτές.

Με την κατά καιρούς σταδιακή αύξηση της χορηγούμενης ποσότητας των γαλακτοκομικών προϊόντων, με στόχο τη βελτίωση της ανοχής του εντέρου του παιδιού στην λακτόζη.

Έχει φανεί σε μελέτες, ότι κάποια άτομα με δυσανεξία στη λακτόζη, είναι ενδεχόμενο να ανέχονται με την πάροδο του χρόνου μεγαλύτερη σε σχέση με πριν, ποσότητα γαλακτοκομικών προϊόντων, λόγω της σταδιακής προσαρμογής της μικροβιακής χλωρίδας του εντέρου τους στις αλλαγές της δίαιτας.

  • Δευτεροπαθής δυσανεξία στη λακτόζη

Η δευτεροπαθής δυσανεξία στη λακτόζη οφείλεται σε παροδική καταστροφή της επιφανειακής στιβάδας των κυττάρων του εντέρου, στην οποία βρίσκεται η λακτάση και προκαλείται από διάφορα αίτια, όπως: οξεία γαστρεντερίτιδα (κυρίως από τον ιό Rota), κοιλιοκάκη, εντεροπάθεια από αλλεργία στο γάλα της αγελάδας, ιδιοπαθή φλεγμονώδη νοσήματα του εντέρου (ΙΦΝΕ), χειρουργική επέμβαση στο έντερο, σοβαρή υποθρεψία.

Τα συμπτώματα της δευτεροπαθούς δυσανεξίας στη λακτόζη είναι το κοιλιακό άλγος, ο μετεωρισμός κοιλίας (φούσκωμα), οι βορβορυγμοί (κοινώς, το γουργούρισμα στην κοιλιά) και οι διαρροϊκές κενώσεις.

Η παραγωγή της λακτάσης επανέρχεται σε φυσιολογικά επίπεδα, σε διάστημα που κυμαίνεται από δύο εβδομάδες έως δύο μήνες στην περίπτωση της οξείας γαστρεντερίτιδας, ενώ στις άλλες περιπτώσεις, εξαρτάται από τη βαρύτητα και τη χρονιότητα της κυρίας νόσου.

  • Δευτεροπαθής δυσανεξία στη λακτόζη σε βρέφη και νήπια

Στην περίπτωση που η δυσανεξία στη λακτόζη προκλήθηκε σε βρέφος ή νήπιο ως επιπλοκή οξείας γαστρεντερίτιδας, αρκεί η μείωση ή η πλήρης αφαίρεση της λακτόζης από το διαιτολόγιό του, για διάστημα που κυμαίνεται από δύο εβδομάδες έως δύο μήνες. Για το σκοπό αυτό χορηγούνται ειδικά γάλατα και κρέμες που δεν έχουν λακτόζη.

Το είδος της δίαιτας και το διάστημα εφαρμογής της καθορίζεται από το θεράποντα ιατρό, ανάλογα με την ηλικία του παιδιού και τη βαρύτητα της νόσου δυσανεξίας στη λακτόζη.

Στην περίπτωση που η δυσανεξία στη λακτόζη οφείλεται σε χρόνια εντεροπάθεια, όπως είναι η κοιλιοκάκη, η αλλεργία στο γάλα αγελάδας κ.ά., είναι απαραίτητη η αντιμετώπιση του κύριου νοσήματος, προκειμένου να αποκατασταθεί η βλάβη του βλεννογόνου του λεπτού εντέρου. Η διαδικασία αυτή απαιτεί μερικές εβδομάδες ή και μήνες. Στο μεσοδιάστημα, το παιδί σιτίζεται με ειδικά προϊόντα χωρίς λακτόζη, που διατίθενται από τα φαρμακεία.